Ξεκινούν οι ΤΟπικές Μονάδες πρωτοβάθμιας Υγείας - ΜΕΤΕΧΩ

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

Ξεκινούν οι ΤΟπικές Μονάδες πρωτοβάθμιας Υγείας


Τις πόρτες τους στους πολίτες θα ανοίξει το επόμενο δίμηνο το ένα τρίτο των Τοπικών Μονάδων Υγείας (ΤΟΜΥ) της νέας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας που σχεδιάζει η κυβέρνηση. Για να γίνει αυτό, το υπουργείο τρέχει να ολοκληρώσει άμεσα τις τυπικές διαδικασίες πρόσληψης γιατρών και λοιπού προσωπικού, η προκήρυξη για τις θέσεις των οποίων έκλεισε την περασμένη Παρασκευή. Την ίδια ώρα, λόγω μειωμένης συμμετοχής γενικών γιατρών για την περιφέρεια και τις άγονες περιοχές, θα επαναπροκηρυχθούν σύντομα οι μισές θέσεις, αφού δεν πληρώθηκαν.
Συγκεκριμένα, για 1.190 θέσεις γιατρών κατατέθηκαν 583 αιτήσεις. Παράλληλα διαμορφώνονται οι 70-75 ΤΟΜΥ (επί συνόλου 239) των 100-150 τετραγωνικών μέτρων, ενώ αναζητούνται σε συνεργασία με τους δήμους οι υπόλοιποι χώροι. Τα παραπάνω μεταξύ άλλων επισήμανε ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου για τις αλλαγές στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας που ψηφίστηκαν πρόσφατα.
Ο υπουργός προανήγγειλε και την κατάθεση νομοσχεδίου για τη θεσμική αναδιοργάνωση του ΕΣΥ μέχρι το τέλος του χρόνου. Πρόκειται, όπως εξήγησε, για έναν σχεδιασμό που αφορά λίγο πιο μακροπρόθεσμου χαρακτήρα αλλαγές, όπως, για παράδειγμα, στους οργανισμούς των νοσοκομείων και των Υγειονομικών Περιφερειών, στον τρόπο επιλογής των γιατρών για το δημόσιο σύστημα υγείας, στη χωροταξία των Υγειονομικών Περιφερειών, στη διοίκηση του συστήματος των Υγειονομικών Περιφερειών και των νοσοκομείων.
Οσον αφορά τη βιωσιμότητα των ΤΟΜΥ, δεδομένου ότι υλοποιούνται στο πλαίσιο του χρηματοδοτούμενου ευρωπαϊκού προγράμματος διάρκειας τετραετίας, ο υπουργός ξεκαθάρισε ότι είναι διασφαλισμένη, καθώς έχει προβλεφθεί από τον σχεδιασμό που έχει γίνει από κοινού με το υπουργείο Οικονομίας και συνολικά με την κυβέρνηση.

Συμβάσεις για οδοντιάτρους

Ο Ανδρέας Ξανθός μίλησε για ένα νέο σύστημα που διασφαλίζει την ιδέα της κρίσιμης για την πρωτοβάθμια περίθαλψη οριζόντιας προσέγγισης που σημαίνει πολίτης-οικογένεια-κοινότητα.
Για τις απολαβές των γιατρών ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας του υπουργείου Υγείας Σταμάτης Βαρδαρός διευκρίνισε ότι είναι λίγο κάτω από 1.700 ευρώ καθαρά, ενώ τόνισε ότι θα δοθούν τουλάχιστον 2.000 περισσότερες συμβάσεις σε ιδιώτες γιατρούς και, για πρώτη φορά, και σε οδοντιάτρους. Συμπλήρωσε, δε, ότι το 80% όσων συμμετείχαν στην προκήρυξη ήταν κάτω των 40 ετών.
Ο υπουργός Υγείας αναφέρθηκε και στη διαλυτική παρέμβαση του νόμου 4238/2014 του Αδ. Γεωργιάδη. Υπενθυμίζεται ότι αποτέλεσμα του νόμου Γεωργιάδη ήταν η απόλυση 3.000 από τους 5.500 γιατρούς των πολυϊατρείων του ΕΟΠΥΥ, το λουκέτο σε 330 υγειονομικές μονάδες του ΕΟΠΥΥ και η απώλεια περισσότερων από 1,8 εκατ. δωρεάν επισκέψεων τον μήνα για τους πολίτες. Η δραστική αυτή συρρίκνωση των δημόσιων υπηρεσιών υγείας επιδείνωσε κι άλλο την κατάσταση στα ήδη επιβαρυμένα νοσοκομεία και το προσωπικό τους, αύξησε την αναμονή και την ταλαιπωρία για τους ασθενείς και επιβάρυνε επιπλέον την τσέπη των ασθενών.
«Ηταν μία τρομερή πληγή για τη δημόσια περίθαλψη. Αποδιοργάνωσε τις δημόσιες δομές, έμεινε ο κόσμος στα αστικά κέντρα χωρίς πρόσβαση στην πρωτοβάθμια φροντίδα και αυτό το κενό, αναγκαστικά βεβαίως, το κάλυψε ο ιδιωτικός τομέας. Και τώρα λοιπόν ο ιδιωτικός τομέας, επειδή αντιλαμβάνεται ότι εμείς πάμε να επανακτήσουμε την παρουσία του Δημοσίου σε αυτό το τοπίο, αντιδρά με αυτόν τον τρόπο. Είναι τόσο απλό», είπε χαρακτηριστικά ο Α. Ξανθός.
Ο υπουργός Υγείας αναφέρθηκε και στους προκατόχους του και στις προηγούμενες κυβερνήσεις, δεδομένου ότι εξαγγελίες για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας υπήρξαν από τη δεκαετία του '80. «Δεν υπήρχε η πολιτική βούληση να αναπτυχθεί το δημόσιο σύστημα σε ένα πεδίο όπου είχε άτυπα συμφωνηθεί ότι έχει τον κυρίαρχο ρόλο ο ιδιωτικός τομέας. Αυτή είναι η ουσία του θέματος. Για πρώτη φορά λοιπόν εμείς όντως συνεχίζουμε και το λέμε και δεν έχουμε κανένα λόγο να το κρύψουμε, ότι βεβαίως είμαστε μεροληπτικοί υπέρ του δημόσιου συστήματος υγείας, γιατί πιστεύουμε ότι αυτό χρειάζεται σήμερα η κοινωνία στη φάση της παρατεινόμενης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και αυτό χρειάζονται όλες οι σύγχρονες κοινωνίες όταν πρέπει να γίνει μία επένδυση στην υγεία και στην πρωτοβάθμια φροντίδα». Ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Υγείας πρόσθεσε ότι ο ιδιωτικός τομέας θα έχει συμπληρωματικό ρόλο, θα αξιοποιείται όπου έχει σχεδιαστεί και όπου χρειάζεται.
Απαντώντας σε όσους μιλούν για κρατικοδίαιτο σύστημα, ο Ανδρέας Ξανθός υπενθύμισε ότι η χώρα μας έχει στο επίπεδο της Ευρώπης τον πιο ισχυρό ιδιωτικό τομέα και μίλησε για υποχρέωση της πολιτείας να καλύψει όσο είναι δυνατόν αυτό το κενό με δημόσιες υπηρεσίες που θα διασφαλίζουν εύκολη και δωρεάν πρόσβαση και ισότητα στη φροντίδα με έμφαση στην πρόληψη και στην αγωγή υγείας. Η μεταρρύθμιση αυτή, αποσαφήνισε, δεν πραγματοποιείται για να αποσυμφορηθούν τα όντως επιβαρυμένα δημόσια νοσοκομεία, αλλά για να μετατοπιστεί το κέντρο βάρους του συστήματος από την αντιμετώπιση της ασθένειας στην πρόληψή της.
Ο ίδιος υπενθύμισε ότι οι μεταρρυθμίσεις στο σύστημα υγείας ήταν εκ των βασικών πολιτικών δεσμεύσεων της κυβέρνησης, αλλά και ένα πεδίο που εγγυάται την κοινωνική ανταποδοτικότητα των αυξημένων, όντως, φορολογικών υποχρεώσεων και επιβαρύνσεων των πολιτών, των αυξημένων ασφαλιστικών εισφορών.

Ενοποιημένο rebate στα νοσοκομεία και 25% τέλος εισόδου στα νέα φάρμακα

Με τροπολογία η οποία ψηφίστηκε χθες, το υπουργείο Υγείας επιβάλλει ενοποιημένοrebate (υποχρεωτική έκπτωση ανάλογα με τις πωλήσεις) στα νοσοκομεία, το οποίο υπολογίζεται σε πανελλαδική κλίμακα στο σύνολο των νοσοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας και όχι σε κάθε ένα νοσοκομείο ξεχωριστά, όπως ίσχυε μέχρι σήμερα, αυξάνοντας έτσι προοδευτικά τα ποσά επιστροφής, καθώς και αναδρομικά από 1/1/2017 το τέλος εισόδου ύψους 25% στα νέα φάρμακα.
Ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Εταιρειών Ελλάδας (ΣΦΕΕ) απέστειλε επιστολή στην οποία κάνει λόγο για τροπολογία που «αναστατώνει για μια ακόμα φορά την αγορά του φαρμάκου», ενώ ο πρόεδρός του, Πασχάλης Αποστολίδης, μιλώντας χθες το πρωί σε συνέδριο για τις «Πολιτικές του Καρκίνου», αναφέρθηκε στην τροπολογία, λέγοντας πως θα έχει «μεγάλες συνέπειες στον κλάδο του φαρμάκου και στον ασθενή στην Ελλάδα».